- ἀπροβουλεύτων
- ἀπροβούλευτοςunpremeditatedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδολεσχία — η (Α ἀδολεσχία) [ἀδολέσχης] πολυλογία, περιττολογία, ακατάσχετη και απερίσκεπτη φλυαρία («ἀδολεσχία ἐστὶ διήγησις λόγων μακρῶν καὶ ἀπροβουλεύτων», Θεόφρ. Χαρακτήρες 3) αρχ. 1. οξύνεια, λεπτότητα σκέψεως, λεπτολογία, πανουργία 2. συνομιλία, ομιλία … Dictionary of Greek